ριγωτός

ριγωτός
-ή, -ό
αυτός που στην επιφάνειά του έχει χαραγμένες ίσιες γραμμές, ραβδωτός, ριγέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ριγωτός — ή, ό, Ν [ριγώνω] αυτός που έχει ρίγες, ο ριγέ …   Dictionary of Greek

  • ριγέ — ο, η, το, Ν άκλ. (για ύφασμα) αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raye «γραμμωτός, ριγωτός»] …   Dictionary of Greek

  • αραδωτός — ή, ό (για χαρτί) αυτός που έχει αράδες, ο ριγωτός …   Dictionary of Greek

  • βεργωτός — ή, ό 1. παρόμοιος με βέργα 2. χαρακωμένος, ριγωτός …   Dictionary of Greek

  • γραμμωτός — ή, ό αυτός που φέρει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός …   Dictionary of Greek

  • κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… …   Dictionary of Greek

  • λωρωτός — λωρωτός, ή, όν (Μ) [λωρί] 1. λουρωτός, λουριδωτός, ριγωτός 2. είδος υφάσματος με πολύχρωμες ρίγες …   Dictionary of Greek

  • πολύριγος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλές ρίγες, ριγωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρίγα] …   Dictionary of Greek

  • ριγάτος — η, ο, Ν [ρίγα / ρήγα] ο ριγωτός …   Dictionary of Greek

  • γραμμωτός — ή, ό αυτός που έχει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός: Στο ζωολογικό κήπο ξεχώριζαν οι γραμμωτές ζέβρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”